πηγαινοερχομός

πηγαινοερχομός
ο το πήγαιν' έλα, μετάβαση και επιστροφή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πηγαινοερχομός — ο, Ν [πηγαινοέρχομαι] το να πηγαινοέρχεται κανείς, η συχνή μετάβαση και επιστροφή …   Dictionary of Greek

  • πηγαινοερχάματα — τα, Ν [πηγαινοέρχομαι] ο πηγαινοερχομός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”